- ανδραγαθίζομαι
- храбриться
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
ανδραγαθίζομαι — (Α ἀνδραγαθίζομαι) ανδραγαθώ, κάνω ανδραγάθημα αρχ. είμαι ή εμφανίζομαι ως γενναίος, παριστάνω το παληκάρι … Dictionary of Greek
ἀνδραγαθιζόμενον — ἀνδραγαθίζομαι act uprightly pres part mid masc acc sg ἀνδραγαθίζομαι act uprightly pres part mid neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθιζομένη — ἀνδραγαθίζομαι act uprightly pres part mid fem nom/voc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθιζομένοις — ἀνδραγαθίζομαι act uprightly pres part mid masc/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθιζομένου — ἀνδραγαθίζομαι act uprightly pres part mid masc/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθιζομένους — ἀνδραγαθίζομαι act uprightly pres part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθιζόμενοι — ἀνδραγαθίζομαι act uprightly pres part mid masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθισαμένους — ἀνδραγαθίζομαι act uprightly aor part mid masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθισάμενος — ἀνδραγαθίζομαι act uprightly aor part mid masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίζεσθαι — ἀνδραγαθίζομαι act uprightly pres inf mid … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀνδραγαθίζεται — ἀνδραγαθίζομαι act uprightly pres ind mid 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)